- αντιστήριγμα
- το, -ατοςαντέρεισμα, υποστήριξη, προστασία: Εκτός από το θείο του άλλο αντιστήριγμα στη ζωή δεν είχε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντιστήριγμα — a prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστήριγμα — το (Α ἀντιστήριγμα) 1. στήριγμα, υποστήριγμα 2. υποστήριξη, προστασία … Dictionary of Greek
ἀντιστηρίγματα — ἀντιστήριγμα a prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβόλα — η [αναβολή] 1. χαμηλός τοίχος σε κατηφορικό έδαφος για να συγκρατεί τα χώματα, αντιστήριγμα, πεζούλα 2. ακαλλιέργητο κομμάτι ενός καλλιεργημένου αγρού … Dictionary of Greek
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek
ՄՈՅԹ — (մութի, ից.) NBH 2 0296 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ὐποστήριγμα, ἁντιστήριγμα sustentaculum, fulcimen, fulcimentum; fulcrum, firmamentum . Նեցուկ. յեցուկ. հաստարան. ամրութիւն ʼի ներքոյ կողմանէ՝ կամ առ ʼի կողմանէ. պայագ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
αντιστύλι — το ιού, αντιστήριγμα, προστασία (προστάτης): Ο μεγάλος της γιος ήταν το αντιστύλι του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποστήριγμα — το, ατος 1. καθετί που στηρίζει κάτι αποκάτω, υπόβαθρο, υποστύλωμα. 2. γενικά ό,τι υποβαστάει, αντέρεισμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα. 3. μτφ., ηθική υποστήριξη, προστασία, βοήθημα: Μη φοβάσαι, θα μ έχεις υποστήριγμά σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)